- φιλολακεδαιμόνιος
- -ον, Ααυτός που συμπαθεί τους Λακεδαιμονίους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Λακεδαιμόνιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλολακεδαιμόνιος — fond of the Lacedaemonians masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)